επικατάρατος

επικατάρατος
-η, -ο (AM ἐπικατάρατος, -ον) [επικαταρώμαι]
1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος
2. αυτός που αξίζει να τόν καταριέται κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικατάρατος — ἐπικατάρᾱτος , ἐπικατάρατος accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικατάρατος — η, ο ο βαρημένος από κατάρα, ο καταραμένος, ο θεοκατάρατος, ο άξιος κατάρας: Επικατάρατη αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικατάρατον — ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed masc/fem acc sg ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed neut nom/voc/acc sg ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 2nd dual ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd dual (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγής — Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. Βλ. λ. Άγις. * * * ἀγής, ές (Α) [ἄγος] 1. (αμφίβολος τύπος στον Ιππώνακτα) ένοχος, επικατάρατος 2. (με καλή σημασία) αγνός, ιερός …   Dictionary of Greek

  • διαβολεμένος — η, ο 1. αυτός που έχει σατανικές ιδιότητες, ο ασεβής, ο επικατάρατος 2. αυτός που έχει εξαιρετικές ικανότητες ή ιδιότητες, («διαβολεμένος μάστορας», «διαβολεμένο κέφι») 3. κακεντρεχής 4. (για πράγματα) τρομερός, ανυπόφορος …   Dictionary of Greek

  • επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • επαράσιμος — ἐπαράσιμος, ον (Α) επάρατος, επικατάρατος, αποτρόπαιος …   Dictionary of Greek

  • καταράσιμος — καταράσιμος, ον (Α) [κατάρασις] ο επικατάρατος, αυτός που τού αξίζει να τόν καταραστούν …   Dictionary of Greek

  • τρισκατάρατος — η, ο / τρισκατάρατος, ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * +… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”